περισκέπτομαι

περισκέπτομαι
ΝΑ
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιεσκεμμένος, -η, -ο(ν)
προσεκτικός, φρόνιμος, συνετός, μελετημένος
αρχ.
1. (σε αχρησία ο ενεστ., αντί τού οποίου χρησιμοποιείται το περισκοπῶ) σκέπτομαι κάτι καλά, μελετώ με προσοχή, εξετάζω με περίσκεψη («συμβουλεύσατέ μοι εὖ περισκεψάμενοι», Ηρόδ.)
2. (το ρηματ. επίθ.) περισκεπτέον
πρέπει κανείς να εξετάσει καλά («περισκεπτέον ἕκαστα», Φίλ. Ιουδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίσκεμμα — τὸ, Α [περισκέπτομαι] έρευνα, εξέταση …   Dictionary of Greek

  • περίσκεψη — η / περίσκεψις, έψεως, ΝΑ [περισκέπτομαι] 1. το να παρατηρεί κανείς γύρω του με πολλή προσοχή, προσεκτική και λεπτομερής εξέταση 2. συνεκδ. φρόνηση, μεγάλη σύνεση, μεγάλη προσοχή …   Dictionary of Greek

  • περιεσκεμμένως — ΝΜΑ επίρρ. με περίσκεψη, προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσκεμμένος τού περισκέπτομαι] …   Dictionary of Greek

  • περισκοπώ — έω, ΝΜΑ 1. παρατηρώ γύρω γύρω με προσοχή, κοιτάζω ολόγυρα, περιφέρω το βλέμμα μου γύρω 2. βλέπω κάτι και εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ, ερευνώ επακριβώς, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ κάτι («περισκοπῶν τὸν αἰγιαλὸν εὗρε μικρᾱς ἁλιάδος λείψανα», Πλούτ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”