- περισκέπτομαι
- ΝΑ(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιεσκεμμένος, -η, -ο(ν)προσεκτικός, φρόνιμος, συνετός, μελετημένοςαρχ.1. (σε αχρησία ο ενεστ., αντί τού οποίου χρησιμοποιείται το περισκοπῶ) σκέπτομαι κάτι καλά, μελετώ με προσοχή, εξετάζω με περίσκεψη («συμβουλεύσατέ μοι εὖ περισκεψάμενοι», Ηρόδ.)2. (το ρηματ. επίθ.) περισκεπτέονπρέπει κανείς να εξετάσει καλά («περισκεπτέον ἕκαστα», Φίλ. Ιουδ.).
Dictionary of Greek. 2013.